Σήμα Facebook

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΙΑΦΗΣ | κινητο 6907471738


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΠΟΡΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΠΟΡΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
Συνεχή Ροή Ειδήσεων από το νησί

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

ΠΟΙΗΣΗ, ΑΠΟ Γ. ΒΕΛΛΙΑΝΙΤΗ

ΔΕΙΤΕ ΤΟ  ΜΠΛΟΚ ΤΟΥ
http://gvpoems.blogspot.gr

159. OI EΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙ ΣΦΑΓΗΝ

Ο παππούς μου ο καϋμένος
ήταν πολύ πικραμένος.
Εσκοτώθηκε ο γιός του.
΄Εχασε όλο το βιός του.


΄Ηταν τότε το σαράντα.
Δεν ήταν ούτε τριάντα.
Επήγε με την ελπίδα
να βοηθήσει την Πατρίδα.

Κάθε σπίτι πικραμένο
είχε ένα γιό χαμένο.
Ως πρόβατα επί σφαγήν
υπερασπίστηκαν την γήν.

Τον θυμάμαι λυπημένο
στην αυλίτσα σαν χαμένο.
Δεν είχε πιά πού να πάει
oύτε όρεξη να φάει.

Οι γονείς του και οι δύο
χάθηκαν το εικοσιδύο
σαν έγινε ο χαλασμός.
Διαλύθηκε ο Ελληνισμός.

Τρέχαν τα δάκρυα του βροχή.
Πέρασε μαύρη κατοχή.
Μετά είδε και τα ρέστα
που αν σου βαστάει πές τα.

Τον θυμάμαι το βραδάκι.
΄Ημουνα μικρό παιδάκι.
΄Ελεγε για την Πατρίδα
που του πήρε την Ελπίδα.

΄Επειτα ‘πό τόσα χρόνια
Το δώδεκα ήρθαν χιόνια.
Πώς να το χωρέσει ο νούς.
΄Εγινα και γώ παππούς.

Ξανάρθαν οι κολασμένοι.
΄Ολοι τους δαιμονισμένοι.
Την Ελλάδα να αρπάξουν
Τους ΄Ελληνες να τους σφάξουν.

Τώρα πιά τί να κοιτάξεις.
Κόπηκαν μισθοί, συντάξεις.
Πάλι ήρθε καταιγίδα.
Τα πληρώνει η Πατρίδα.

Γεώργιος Βελλιανίτης

ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Οι γονείς τσακωνόντανε.
Συνέχεια τρωγώντανε.
Η μαμά με το κουμάντο
τάκαν’ όλα άνω κάτω.

Τους έπρηζε με προσευχές.
Τους ξεμάτιαζε με ευχές.
Το σπίτι κατά διαόλου
πέρα ως πέρα ολωσδιόλου.

Κατάρες γκρίνιες και ξύλο
κάνανε το σπίτι μύλο.
Λέγανε όλο καί κάτι.
Έφταιγε το κακό μάτι.

Πρώτο παιδί τους η κόρη.
Η μαμά έλεγε προχώρει.
Πρέπει να νοικοκυρευτείς.
΄Ηρθ’ η ώρα να παντρευτείς.

Βρέθηκε ένα καλό παιδί.
Αγάπη πούλησε πολλή.
΄Ετσι η άτυχη κόρη
έγινε με μιάς παπόρι.

Νόμισε πως θα ξεφύγει.
Από τη γκρίνια να φύγει.
Mικρή φόρεσε στεφάνι
γιά να βγεί απ’ το τηγάνι.

H δύστυχη πού να ξέρει
ότι αυτός θα της στη φέρει.
Τεμπέλης και γκομενιάρης,
Ελεεινός σαν καρβουνιάρης.

Μάννα μου λέει η κόρη.
Αυτός μ’ έκανε παπόρι.
Με κάθε τσούλα πηγαίνει.
Κάθε βράδυ έξω μένει.

Παιδί μου να μη σε νοιάζει.
΄Ολοι οι άντρες κάνουν χάζι.
Εσύ να έχεις σκοπό σου
να κοιτάς το σπιτικό σου.

Πρόσεχε μην το χαλάσεις.
Τελικά εσύ θα χάσεις.
Aυτό δεν το επιτρέπω.
Εγώ το στεφάνι βλέπω.

Πρέπει τον κόσμο να σκεφθείς.
Να ξέρεις πώς θα πορευτείς.
Σπίτι σου με τον άντρα σου.
Εκεί είναι η θέση σου.

Μάννα, με γέμισ’ αρρώστεια.
Μου καίγονται τα εντόστια.
Μην ανησυχείς παιδί μου.
΄Εχεις πάντα την ευχή μου.

Και ο βλάκας ο πατέρας
μιλά σαν να είναι τέρας.
Να μην ακούς τους απόξω.
Σπίτι αν έρθεις θα σε διώξω.

Υπέμενε πιά η κόρη
κι ας γινότανε παπόρι.
Πήρε δέκα τόνους χάπια
να μην καταντήσει σάπια.

Ξέκοψε απ’ την επαφή.
Συνέχεια έβαζ’ αλειφή.
Θάθελε να κάνει παιδιά,
μα της καιγόταν η καρδιά.

΄Ητανε σεμνό κορίτσι.
Δεν ήθελε πίτσι πίτσι.
Περάσανε λίγα χρόνια.
Οι γονείς της ήταν ψώνια.

Τους έστειλ’ όλους στο διάολο.
Δεν άντεξε πλέον άλλο.
Παράτησε τον αλήτη
κι έφυγε από το σπίτι.

Πήρε τα βουνά, τα όρη.
΄Αφαντη έγινε η κόρη.
Πίσω πλέον δεν γυρνάει.
Τους γονείς της βλαστημάει.


ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ

Ο Βασίλης κι η Βαγγελιώ
έκαναν μέγα μακελειό.
Φάρμακα παίρναν κι οι δύο.
Βρέθηκαν στο ίδιο πλοίο.

΄Ητανε σαραντάρηδες.
Κάναν σαν εικοσάρηδες.
Μα πού μυαλό οι ανθρώποι.
Έρωτας σαν το σιρόπι.

Η Βαγγελιώ είχε παιδί.
Ο Βασίλης δεν έβλεπε
πως ήτανε ανάπηρο.
Αυτός ζούσε στο άπειρο.

Όλα ήταν μέλι γάλα.
Τα προβλήματα μεγάλα.
Θα φτιάχνανε τη ζωή τους.
Το παιδί θάταν μαζί τους.

Βρήκανε ένα σπιτάκι
Πήρανε και το παιδάκι.
Με τις ευχές των γονέων
άνοιξαν βιβλίο νέον.

Ο Βασίλης εζήλευε.
Η Βαγγελιώ επείσμωνε.
Οι δυό τους ήταν για γέλια.
Από παντού τρέχαν μέλια.

Από τα πολλά σιρόπια
χάνανε τα κατατόπια.
Βριζόντανε συνέχεια
Βοηθούσε κι ανέχεια.

΄Ωσπου ήρθε μία μέρα
o Βασίλης τα ειδε όλα.
Η Βαγγελία μπουμπούκι
του άστραψ’ ένα χαστούκι.

Tου το βούλωσε το μάτι.
Φταίγανε κι οι δυό σε κάτι.
Βούτηξε τη Βαγγελία.
Της φύγανε τα βιβλία.

Εγίναν από δυό χωριά.
Πάει η αγάπη απ’ την καρδιά.
Έπεσε γρονθομπατουνάδα
λες κι ήτανε μακαρονάδα.

Ο Βασίλης πήρε δρόμο.
Η Βαγγελιώ πιά με τρόμο
έμεινε στο σπίτι μόνη
χωρίς γκάζι και τιμόνι.

Τον έχασε τον μπούσουλα.
Παρίστανε την Ούρσουλα.
Κτυπιόντανε με μανία,
σαν να γύριζε ταινία.

Τον έσκασε το Βασίλη.
Του επίκρανε τα χείλη.
Του είπε μωρέ αλήτη
δεν κάνεις εσύ για σπίτι.

Τώρα η Βαγγελιώ μονάχη
δίχως πλέον φράγκα νάχει
έμεινε που λές στον άσσο.
Η αγάπη πήγε πάσσο.

Οι γονείς τους συντηρούσαν.
Αυτοί με αγάπες ζούσαν.
΄Ετσι και τα συμπεθεριά
γίναν από εκατό χωριά.

Χάλασε το ειδίλιο,
χωρίς γλέντι γαμήλιο.
΄Εγινε της κακομοίρας.
΄Ολοι ένιψαν τας χείρας.

ΘΕΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Να κάνεις θετικές σκέψεις.
Αλλά ποιόνε να πιστέψεις.
΄Ολοι σε εξαπατούνε
Τον όρκο τους τον πατούνε.

΄Ατσαλα σε κυνηγούνε
πριν προλάβουνε να βγούνε.
Σε τρελαίνουνε στο ψέμμα
και σου πίνουνε το αίμα.

Τίποτα καλό δεν βγαίνει.
Τώρα νοιώθουμε σαν ξένοι
στην ίδια μας την πατρίδα
που μας παίρνει την ελπίδα.

Βοήθα Θεέ λιγάκι.
Όχι πιά άλλο φαρμάκι.
Να βάλουμε και μείς μυαλό
μήπως δούμε κάτι καλό.

Συνεχώς παίρνουμε φόρα
αλλά μας βρίσκει η μπόρα.
Συνεχίζουμε με πάθος,
όμως όλα βγαίνουν λάθος.

Χρειαζόμαστε βοήθεια.
Αυτή είναι η αλήθεια.
Πληρώνουμε άλλων λάθη
και δημιουργούνται πάθη.

Σε μια χώρα διεφθαρμένη
όλοι βγαίνουνε χαμένοι.
Παντού βλέπεις μια κατήφεια
μ’ έναν πόνο πά’ στα στήθεια.

Πρέπει ν’ αλλάξουμε μυαλά
για να πάνε όλα καλά.
Οι κλοπές να σταματήσουν.
΄Ησυχους να μας αφήσουν.

Πειραιάς Νοέμβριος 2012
ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Θυμάμαι με νοσταλγία
την καϋμένη τη γιαγιά μου.
Τη βλέπω στα όνειρά μου.
Αυτή ήτανε Αγία.

΄Ημουνα μικρό παιδάκι,
σαν φύγαμε από το χωριό.
΄Εγιναν όλα ρημαδιό.
΄Ηπιαμε πολύ φαρμάκι.

Επήραμε την ευχή της
για να φύγομε στα ξένα.
Θα ‘χανε κείνη εμένα.
Θα ‘χανε καί το παιδί της.

Είχε τα άλλα της παιδιά.
Αλλ’ ο πόνος είναι πόνος.
Δεν τον έσβησε ο χρόνος.
΄Εμεινε μέσα στην καρδιά.

΄Ολοι μαζί γνωρίζαμε
πως δεν θα την ξαναδούμε.
Δεν ξέραμε τι να πούμε,
τη μέρα που χωρίζαμε.

Φθάσαμε στην πρώτη πόλη.
΄Επεσε μεγάλη πείνα.
Είχε φτώχεια κι η Αθήνα.
Τότε υποφέραν όλοι.

Πέρασαν δύσκολα χρόνια.
Kουράστηκα από τότε.
Της μιλάω πότε πότε.
Θα τη θυμάμαι αιώνια.

Κείνο το σπίτι το παλιό,
απ’ των άλλων τα τερτίπια,
είναι τώρα πιά ερείπια.
Πάω εκεί και της μιλώ.

Βρίσκεται πάνω στην πλαγιά,
μέσ’ στο πράσινο χωμένο,
από όλους ξεχασμένο.
΄Όμως, το βλέπω όπως παλιά.

Της λέω μέσα στα δάκρυα.
Γιαγιά μου ήρθα πάλι εδώ.
΄Ερχομαι δώ για να σου πώ,
με καρδιά χίλια κομμάτια.

Μου πες να πάω στο καλό.
Στη ζωή να προχωρήσω.
Τίμια να αποκτήσω.
Να κάνω πάντα το καλό.

Προχώρησα προσεκτικά.
Δεν αδίκησα κανένα.
Μα αδίκησαν εμένα.
Με πίεσαν ασφυκτικά.

Τώρα όμως δεν πειράζει.
Δώσαμε και τόνομά σου
στη μικρή τρισέγγονή σου.
Με καμάρι το φωνάζει.

Πειραιάς Δεκέμβριος 2012

Γεώργιος Βελλιανίτης








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου